Η «διεκδικητικότητα» είναι μια θεμελιώδης επικοινωνιακή δεξιότητα που συνίσταται στο να μπορούμε να εκφράζουμε αποτελεσματικά τα «θέλω» και τις, «ανάγκες μας» στους άλλους, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα σεβασμό στα δικαιώματα και «τα πιστεύω» των άλλων. Τρεις είναι οι βασικοί τύποι επικοινωνίας: ο διεκδικητικός, ο παθητικός, και ο επιθετικός. Η παθητικότητα αποδυναμώνει τόσο την ικανότητά μας να ακουστούμε , όσο και να γίνει σεβαστό αυτό που λέμε. Η επιθετικότητα πάλι δείχνει έναν τρόπο διεκδίκησης του αποτελέσματος, που δεν στηρίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό. Μόνο η διεκδικητικότητα εξασφαλίζει τις βάσεις για σωστή επικοινωνία, τοποθετώντας τις δύο πλευρές στο ίδιο επίπεδο. Είναι επίσης και ο πιο «υγιής» τρόπος επικοινωνίας σε σύγκριση με τους άλλους δύο. Ο διεκδικητικός τρόπος επικοινωνίας είναι σημαντικός, γιατί βελτιώνει την ποιότητα των σχέσεων.
·
Οι υγιείς σχέσεις βασίζονται στην επικοινωνία
που χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό
παρά τις πιθανές διαφωνίες. Οι σχέσεις αυτές είναι σημαντικές για την ευημερία μας.
· Δημιουργεί τη βάση για ένα κλίμα συμφιλίωσης και μας επιτρέπει να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματά μας χωρίς να καταπατάμε τα δικαιώματα των άλλων.
· Προωθεί την αλληλοκατανόηση και δεν αφήνει χώρο για παρερμηνείες, καθώς επικοινωνούμε τις προθέσεις μας πιο ξεκάθαρα.
Η διεκδικητικότητα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση αφενός με την επίγνωση των ορίων και των δικαιωμάτων μας , ώστε να μην επιτρέπουμε την καταπάτησή τους από τρίτους , αφετέρου με την αυτοεκτίμηση, την αίσθηση της αξίας που έχουμε για τον εαυτό μας. Αν σεβόμαστε, αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και νιώθουμε ότι αξίζει, θεωρούμε ότι οι ανάγκες , οι επιθυμίες και οι απόψεις μας είναι εξίσου σημαντικές με των άλλων και έχουμε το ηθικό σθένος να τις υπερασπιστούμε. Επίσης, δεν υπολογίζουμε περισσότερο τη γνώμη των για τον εαυτό μας, ώστε να φοβόμαστε την απόρριψή τους.
Παρακάτω αναφέρουμε μερικούς τρόπους που θα βοηθήσουν να γίνουμε πιο διεκδικητικοί:
· Χρησιμοποιούμε δηλώσεις με το «εγώ», που επιτρέπουν να καταλάβουν οι άλλοι τι σκεφτόμαστε ή πώς νιώθουμε , χωρίς να ακουγόμαστε επικριτικοί . Διατυπώνουμε τα αιτήματά μας απλά και συγκεκριμένα.
· Εξασκούμαστε στο να λέμε «όχι» ευθέως, χωρίς να διστάζουμε και, αν η εξήγηση είναι απαραίτητη, ας είναι σύντομη.
· Προβάρουμε αυτά που θέλουμε να πούμε είτε φωναχτά είτε γράφοντάς τα ή σε παιχνίδι ρόλων με κάποιον φίλο ή συνάδελφο και ζητάμε σαφή ανατροφοδότηση.
· Κρατάμε τα συναισθήματά μας υπό έλεγχο: αν ξεχειλίζουμε από οργή, ματαίωση ή θέλουμε να κλάψουμε ,είναι φυσιολογικό, αλλά δεν βοηθά στη διεκδίκηση. Κάνουμε μια παύση, παίρνουμε αργές αναπνοές και επιστρέφουμε μιλώντας σε τόνο σταθερό και κατηγορηματικό.
· Χρησιμοποιούμε τις φράσεις «νιώθω», «σκέφτομαι», «νομίζω», όποτε είναι απαραίτητο.
· Ας είμαστε φιλικοί, ας χαμογελάμε σε ανθρώπους που θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα.
· Ας εξασκηθούμε αρχικά σε μικρές διεκδικήσεις, ώστε στη συνέχεια να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας για μεγαλύτερες.
Ας έχουμε υπόψη ότι το να μάθουμε να είμαστε διεκδικητικοί, θέλει χρόνο και εξάσκηση. Εάν έχουμε περάσει χρόνια «χωρίς φωνή», η διεκδικητικότητα δεν θα έρθει απευθείας. Σκοπός είναι η αμοιβαία ικανοποίηση. Κι όχι να βγούμε από πάνω ή να κατατροπώσουμε τον άλλον. Εστιάζουμε στο πρόβλημα όχι στο άτομο. Εκφράζουμε τις επιθυμίες μας με άνεση, αυθορμητισμό, παρά σε ουδέτερο ύφος. Ζητάμε διευκρινίσεις για κάτι που δεν κατανοούμε. Αντί να αποχωρήσουμε μπερδεμένοι, ζητάμε να μας επαναλάβουν τις οδηγίες.
Έχουμε το βασικό δικαίωμα να διορθώσουμε προβληματικές καταστάσεις. Και η διεκδικητική προσέγγιση είναι αυτή που έχει τη δύναμη να επηρεάσει και να αλλάξει τη συμπεριφορά των άλλων. Να διευκολύνει την κατανόηση των αναγκών μας και να μας οδηγήσει σε μια πιο ειλικρινή σχέση με τον εαυτό μας.